- αιτιάρης
- [αιτία]1. αυτός που ζητάει αφορμή για καβγά, φιλόνικος, καβγατζής2. αυτός που έχει τάση να αρρωσταίνει, φιλάσθενος, καχεκτικός3. (ιδιαίτερα) φυματικός, χτικιάρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek